-
1 βρυχιος
2 и 31) глубокий(ἅλμη Aesch.)
2) идущий из глубины, подземный или глухой(βρυχία ἠχὼ βροντῆς Aesch.)
-
2 βρύχιος
A from the depths of the sea, deep,ἅλμη A.
l.c., Tim.Pers.96;ἅλς A.R. 1.1310
; βρυχία ἠχὼ βροντῆς the sound of thunder from the deep, A.Pr. 1082 (lyr.): metaph., βρύχιον ὑποστένειν heave a deep sigh, Hld.6.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βρύχιος
См. также в других словарях:
παραμυκώμαι — άομαι, Α μυκώμαι κοντά σε κάποιον ή ως απάντηση σε κάτι («βρυχία δ ἠχὼ παραμυκᾱται βροντῆς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + μυκῶμαι «γκαρίζω»] … Dictionary of Greek